- πολυπράκτωρ
- πολυ-πράκτωρ, ορος, ὁ, poet. [suff] πολυ-πρήκτωρ,A = πολυπράγμων, Man.4.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυπράκτωρ — και ιων. τ. πολυπλήκτωρ, ορος, ὁ, Α πολυπράγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πράκτωρ (πρβλ. εισ πράκτωρ)] … Dictionary of Greek